- σκωπτικός
- η , ό[ν] язвительный, насмешливый, колкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκωπτικός — given to mockery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικός — ή, ό / σκωπτικός, ή, όν, ΝΑ [σκώπτης] 1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει 2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός. επίρρ... σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά … Dictionary of Greek
σκωπτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που περιέχει χλευασμό: Αντιμετώπισε το θέμα με σκωπτική διάθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκωπτικά — σκωπτικός given to mockery neut nom/voc/acc pl σκωπτικά̱ , σκωπτικός given to mockery fem nom/voc/acc dual σκωπτικά̱ , σκωπτικός given to mockery fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικώτερον — σκωπτικός given to mockery adverbial comp σκωπτικός given to mockery masc acc comp sg σκωπτικός given to mockery neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικῶν — σκωπτικός given to mockery fem gen pl σκωπτικός given to mockery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικόν — σκωπτικός given to mockery masc acc sg σκωπτικός given to mockery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικαί — σκωπτικός given to mockery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικοῖς — σκωπτικός given to mockery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικοί — σκωπτικός given to mockery masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτικοῦ — σκωπτικός given to mockery masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)